οξικό οξύ

οξικό οξύ
Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5-8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις μεθόδους παραγωγής των υφαντικών υλών, των κινηματογραφικών ταινιών, των αρωμάτων και των φαρμακευτικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα στην ασπιρίνη. Παράγεται από την αλκοόλη με τη δράση μικροσκοπικών οργανισμών (βακτηρίων) που βρίσκονται στον αέρα, πρότυπο των οποίων είναι το Mycoderma aceti, όπως το ονόμασε ο Παστέρ· η δράση αυτή, στο φαινόμενο του μετασχηματισμού, διευκρινίστηκε αργότερα με τα ένζυμα και είναι η φυσική μετατροπή, που μεταβάλλει το κρασί σε ξίδι. Οι βιομηχανικές μέθοδοι παρασκευής του ο.ο. είναι δύο: η μία με ξηρά απόσταξη του ξύλου και η άλλη με πρώτη ύλη την ακεταλδεΰδη. Στην πρώτη, που τη χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν, γίνεται μερική πυρόλυση του ξύλου και από τα προϊόντα που αποστάζουν συλλέγεται το ο.ο.· στη δεύτερη, που τη χρησιμοποιούν για την παραγωγή οξέος, η αλδεΰδη αντιδρά με το οξυγόνο, με την παρουσία καταλυτών. Τα οξικά παράγωγα σχηματίζονται όταν το ο.ο. αντιδρά με μέταλλα ή οξείδια. Οξικά ονομάζονται και τα προϊόντα των αντιδράσεων μεταξύ οξέος και αλκοολών, τα γνωστά ως εστέρες. Ο οξικός χαλκός εφαρμόζεται στη βιομηχανία των χρωμάτων και στη γεωργία ως αντικρυπτογαμικό. Είναι επίσης γνωστή, με την ονομασία ραιγιόν (οξική μέταξα), μια τεχνητή ίνα, που παρασκευάζεται από την οξική κυτταρίνη και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία υφαντικών ινών· από την ίδια ύλη παρασκευάζουν διαφανή βερνίκια, άθραυστα γυαλιά και υλικά συσκευασίας (σελοφάν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

  • κιναμωμικό οξύ — Αρωματικό οργανικό οξύ, ο τύπος του οποίου προκύπτει αν στο βενζόλιο αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με την ομάδα CH=CHCOOH. Η παρουσία του διπλού δεσμού συντελεί στην ύπαρξη δύο ισομερών μορφών, οι οποίες ονομάζονται cis και trans. Το κ.ο.… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοχλωρίδιο — Το χλωρίδιο του οξικού οξέος, με τύπο CΗ3COCL. Είναι άχρωμο υγρό με έντονη και πνιγηρή οσμή. Έχει σημείο τήξης 112°C, σημείο ζέσης 51°C και παρασκευάζεται από οξικό οξύ ή οξικό νάτριο κατά την επίδραση αλογονούχων ενώσεων του φωσφόρου ή… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”